τεκνολετειρα

τεκνολετειρα
    τεκνολέτειρα
    τεκν-ολέτειρα
    -ας adj. f потерявшая своих детей
    

(ἀηδών Soph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "τεκνολετειρα" в других словарях:

  • τεκνολέτειρα — ἡ, Α αυτή που σκότωσε το παιδί της. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + ὀλέτειρα, θηλ. τού ὀλετήρ (< ὄλλυμι «καταστρέφω»)] …   Dictionary of Greek

  • τεκνολέτειρ' — τεκνολέτειρα , τεκνολέτειρα having lost one s young fem nom/voc sg τεκνολέτειραι , τεκνολέτειρα having lost one s young fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκνολέτειραν — τεκνολέτειρα having lost one s young fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»